ιδιοποίηση

ιδιοποίηση
(Νομ.). Όρος που αναφέρεται στο ποινικό δίκαιο (άρθρο 375 Ποινικού Κώδικα), για τα αδικήματα κατά της περιουσίας (κλοπή, υπεξαίρεση κλπ.). Εκεί προβλέπεται η ποινή για όποιον ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα. Η ι. είναι μια πραγματική κατάσταση. Ο σκοπός της ταυτίζεται με τον σκοπό της κατοχής ενός πράγματος. Όταν αυτό το πράγμα είναι ξένο, τότε γίνεται λόγος για ι. Η ι. περιλαμβάνει και την κατανάλωση του πράγματος ή και την παραχώρησή του σε τρίτο πρόσωπο. Είναι το βασικότερο στοιχείο για τη θεμελίωση των αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας, που είναι και τα περισσότερα από τα αδικήματα που κρίνουν τα ποινικά δικαστήρια. Το περιεχόμενο της έννοιάς της είναι αποκρυσταλλωμένο και κοινά παραδεκτό. Η ι. είναι γενικά παράνομη όταν έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα κυριότητας άλλου πάνω σε ένα πράγμα. Όταν ο δράστης ασκεί κάποιο άλλο δικαίωμα (χρήσης, κάρπωσης κλπ.) δεν υπάρχει ι.
* * *
η (ΑΜ ἰδιοποίησις) [ιδιοποιώ]
σφετερισμός ξένου πράγματος ή κτήματος
μσν.-αρχ.
η ύπαρξη ατομικών, σαφών, διακριτικών χαρακτηριστικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιδιοποίηση — η σφετερισμός ξένης περιουσίας, παράνομη κατάληψη ξένου πράγματος: Ιδιοποίηση ξένης πνευματικής δημιουργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

  • υπεξαίρεση — (Νομ.). Η ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από μέρους προσώπου, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο. Με το πράγμα εξομοιώνεται και το τίμημα πράγματος, που ο κύριός του έχει εμπιστευτεί για πώληση, καθώς και το πράγμα που… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • διαρπαγή — η (AM διαρπαγή) 1. λεηλασία, λαφυραγώγηοη, σύληση 2. βίαιη κατάληψη πράγματος με σκοπό την ιδιοποίησή του …   Dictionary of Greek

  • εξάφρισμα — και ξάφρισμα, το [εξαφρίζω] 1. εξάφριση 2. η ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων με πονηρία και επιτηδειότητα …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • λογοκλοπία — και λογοκλοπή, η (Α λογοκλοπία) η κλοπή, η ιδιοποίηση ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κλοπία (< κλόπος < κλέπτω), πρβλ. πυρο κλοπία] …   Dictionary of Greek

  • νοσφισμός — ο (Α νοσφισμός) [νοσφίζομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή αρχ. αποχωρισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”